- ἐρεθιζόμενος
- ἐρεθίζωrouse to angerpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
наказатисѧ — НАКА|ЗАТИСѦ1 (41), ЖОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. 1. Научиться, обучиться: накажѣмъсѧ ѹбо не похотѣвати. СбТр XII/XIII, 151 об.; повѣле съборъ. за едину не(д)лю ѿ||лѹчити таковаго. да накажетьсѧ не мѹдрьствовати. КР 1284, 155б–в; Нъ мы ѿ таковаго тщани˫а...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… … Dictionary of Greek